αγγαροφορώ

αγγαροφορώ
ἀγγαροφορῶ (-έω) (AM)
μσν.
εκτελώ αγγαρεία ή κουβαλώ φορτία
αρχ.
κοπιάζω, καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, μοχθώ υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγγαρος + -φορῶ < φέρω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”